λειψοφεγγαριά

λειψοφεγγαριά
η
1) ущерб луны; 2) безлуние;

απόψε είναι λειψοφεγγαριά — сегодня безлунный вечер


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λειψοφεγγαριά" в других словарях:

  • λειψοφεγγαριά — η και λειψοφέγγαρο, το 1. η τελευταία φάση τής σελήνης 2. βραδιά χωρίς σελήνη, νύχτα ασέληνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + φεγγάρι] …   Dictionary of Greek

  • λειψοφεγγαριά — η 1. η τελευταία φάση του φεγγαριού. 2. νύχτα που δε φωτίζεται από το φως του φεγγαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»